αλείβω

αλείβω
βλ. αλείφω*.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • αλείβω — αλείβω, άλειψα βλ. πίν. 7 …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • αλείφω — αλείβω (Α ἀλείφω) 1. επιθέτω υγρή ή λιπαρή ουσία σε κάποια επιφάνεια, επαλείφω, επιχρίω 2. επαλείφω με οποιαδήποτε ύλη 3. κάνω επάλειψη σε ασθενή νεοελλ. 1. ρυπαίνω, λερώνω 2. δωροδοκώ, λαδώνω 3. παθ. ωφελούμαι υλικά, απολαμβάνω κέρδος 4. φρ. «θα …   Dictionary of Greek

  • αλειφτός — ή, ό [αλείβω] ο αλειμμένος …   Dictionary of Greek

  • αλείφω — αλείφω, άλειψα βλ. πίν. 13 και πρβλ. αλείβω …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • αλείφω — και αλείβω άλειψα, αλείφτηκα, αλειμμένος, απλώνω αλοιφή, κρέμα ή άλλη παρόμοια ουσία σε μία επιφάνεια, πασαλείφω: Την έβλεπε που άλειφε το πρόσωπό της με διάφορες αλοιφές …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”